Τι είναι, πώς λειτουργεί και ποια τα οφέλη που προσφέρει;
Καθώς οι επιχειρήσεις γίνονται πλέον ολοένα και πιο εξαρτημένες από την ψηφιακή αποθήκευση, την υπολογιστική ισχύ και τη δικτύωση, υπάρχει μια αυξανόμενη ζήτηση για απλούστευση της υποδομής των κέντρων δεδομένων. Το Hyperconvergence αποτελεί μια σύγχρονη τεχνολογία για την ανάπτυξη των πληροφοριακών υποδομών, λειτουργώντας ως ένα ενιαίο σύστημα για την αντιμετώπιση των αυξημένων απαιτήσεων αποθήκευσης, δικτύωσης και υπολογιστικών συστημάτων που απαιτούν οι σύγχρονες επιχειρήσεις.
Γράφει ο Χάρης Ματθαίου
Το Hyperconvergence (υπερσυγκέντρωση) αποκαλείται επίσης Hyper-Convergence και είναι μια αρχιτεκτονική που βασίζεται σε λογισμικό και ενσωματώνει πόρους υπολογιστών, αποθήκευσης και εικονικοποίησης, σε ένα ενιαίο σύστημα που συνήθως αποτελείται από x86 υλικό. Ένα Hyperconvergence σύστημα μπορεί επίσης να πωλείται ως λογισμικό που μπορεί να εγκατασταθεί σε υπάρχον υλικό του πελάτη ή ως υλικό που αγοράζεται ειδικά για την εγκατάσταση.
Τι είναι το Hyperconvergence;
Το Hyperconvergence είναι ένα πλαίσιο πληροφορικής που συνδυάζει την αποθήκευση, τον υπολογισμό και τη δικτύωση σε ένα ενιαίο σύστημα, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η πολυπλοκότητα του κέντρου δεδομένων και να αυξηθεί η δυνατότητα κλιμάκωσης. Οι Hyperconverged πλατφόρμες περιλαμβάνουν έναν hypervisor για εικονικοποίηση υπολογιστικών συστημάτων, αποθηκευτικό χώρο που έχει οριστεί από το λογισμικό και εικονικοποιημένη δικτύωση, τα οποία τρέχουν σε τυπικούς διακομιστές. Πολλαπλοί κόμβοι μπορούν να συγκεντρώνονται μαζί για να δημιουργούν ομάδες κοινών πόρων υπολογιστών και αποθήκευσης, που θα είναι σχεδιασμένες για κατάλληλη κατανάλωση. Η χρήση εμπορικού υλικού όταν υποστηρίζεται από έναν μόνο προμηθευτή, παρέχει μια υποδομή που έχει σχεδιαστεί για να είναι πιο ευέλικτη και απλούστερη στη διαχείριση, σε σχέση με την παραδοσιακή υποδομή αποθήκευσης των επιχειρήσεων. Για τους ηγέτες της τεχνολογίας της πληροφορικής (IT Leaders) που ξεκινούν έργα εκσυγχρονισμού κέντρων δεδομένων, το Hyperconvergence μπορεί να προσφέρει την ευελιξία της υποδομής του δημόσιου cloud, χωρίς να εγκαταλείπει τον έλεγχο του εξοπλισμού στις δικές της εγκαταστάσεις.
Σε τι διαφέρει η Hyperconverged από την Converged υποδομή;
Το Hyperconvergence προσθέτει βαθύτερα επίπεδα αφαίρεσης και μεγαλύτερα επίπεδα αυτοματισμού. Μια converged υποδομή περιλαμβάνει ένα προκαθορισμένο πακέτο λογισμικού και υλικού σε ένα ενιαίο σύστημα για απλοποιημένη διαχείριση. Αλλά σε μια converged υποδομή, τα εξαρτήματα υπολογιστικών συστημάτων, αποθήκευσης και δικτύωσης είναι διακριτά και μπορούν να διαχωρίζονται. Αντίθετα, σε ένα Hyperconverged περιβάλλον τα εξαρτήματα δεν μπορούν να διαχωρίζονται, καθώς τα στοιχεία που ορίζονται από το λογισμικό υλοποιούνται εικονικά, με απρόσκοπτη ενσωμάτωσή τους στο περιβάλλον του hypervisor. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους οργανισμούς να επεκτείνουν εύκολα την χωρητικότητα, με την προσθήκη πρόσθετων μονάδων.
Πώς λειτουργεί Το Hyperconvergence;
Μια Hyperconverged πλατφόρμα ενσωματώνει τυπικά υπολογισμό, αποθήκευση και δικτύωση με ένα έξυπνο και αυτοματοποιημένο σύστημα διαχείρισης δεδομένων SDDC (Software Defined Data Center) και στρώμα λογισμικού που καθορίζει τις λειτουργικές πτυχές αυτής της υποδομής. Ωστόσο, δεν είναι Hyperconverged όλες οι αρχιτεκτονικές SDDC, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές, μη ολοκληρωμένες πλατφόρμες και εξαρτήματα υλικού. Ένας hypervisor, σχεδιασμένος ή τροποποιημένος από τον πωλητή ειδικά για να δουλέψει με το προϊόν του, ενορχηστρώνει την αποθήκευση, τον υπολογισμό και την παροχή δικτύωσης. Επειδή ένα Hyperconverged σύστημα εικονικοποιεί όλους τους πόρους, οι πόροι αυτοί μπορούν να προσαρμόζονται για να φιλοξενούν λιγότερες ή περισσότερες εικονικές μηχανές (VMs), χωρίς την ανάγκη αναστολής της δραστηριότητας οποιασδήποτε VM που τρέχει εκείνη τη στιγμή. Όταν ο αριθμός των VMs έχει φτάσει στο όριο της Hyperconverged υποδομής, η κλιμάκωση γίνεται πανεύκολη με την προσθήκη περισσότερων κόμβων. Νέοι κόμβοι με υπολογιστές, αποθηκευτικούς και δικτυακούς πόρους μπορούν να προστίθενται στη συνολική μνήμη αποθήκευσης που θα μοιράζεται μεταξύ των VMs. Παρέχεται στους διαχειριστές πλήρη εικόνα της κατάστασης του περιβάλλοντος που διαχειρίζονται, ενσωματώνοντας και παρουσιάζοντας δεδομένα από διάφορες πηγές σε μια κονσόλα που ενοποιεί τη ρύθμιση, τη διαμόρφωση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση. Οι Hyperconverged πωλητές ενσωματώνουν συχνά προστασία – κατοπτρισμό δεδομένων, αναπαραγωγή, διαγράμμιση, κωδικοποίηση διαγραφής και άλλα χαρακτηριστικά για λόγους αξιοπιστίας και μείωσης δεδομένων, καθώς επίσης και δυνατότητα αντιγράφων ασφαλείας (Backup) ή ανάκτησης (Recovery). Το πακέτο λογισμικού περιλαμβάνει επίσης συχνά υποστήριξη για αυτοματοποίηση, μεταφορά σε VM, εργαλεία διαχείρισης, εξισορρόπηση φορτίων και πόρων και δυνατότητα υλοποίησης κυλιόμενων ενημερώσεων, κατά τη διάρκεια που οι VM συνεχίζουν να λειτουργούν. Σε αυτόματη διακοπή λειτουργίας, η απώλεια ενός κόμβου υπολογιστή ή μιας συσκευής αποθήκευσης δεν θέτει εκτός τις μεμονωμένες VMs ή το σύστημα στο σύνολό του.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα των λύσεων Hyperconverged υποδομής;
Η Hyperconverged υποδομή υπόσχεται να προσφέρει απλότητα και ευελιξία σε σύγκριση με άλλες παλαιού τύπου λύσεις. Τα ολοκληρωμένα συστήματα αποθήκευσης, οι διακομιστές και τα δικτυακά switches σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελέγχονται ως ένα ενιαίο σύστημα, σε όλες τις περιπτώσεις μιας Hyperconverged υποδομής. Οι υπάρχουσες δυνατότητες διαχείρισης καθιστούν εφικτή την ευκολία χρήσης και η αποθήκευση που καθορίζεται από το λογισμικό αναμένεται να αποφέρει μεγαλύτερη δυνατότητα κλιμάκωσης και αυξημένη αποδοτικότητα πόρων. Οι εταιρείες μπορούν να ξεκινούν από ένα χαμηλότερο επίπεδο και να αυξάνουν τους πόρους ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους. Οι προμηθευτές Hyperconverged υποδομών προσφέρουν επίσης και εξοικονόμηση του κόστους σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ισχύος και του χώρου του κέντρου δεδομένων, της εργασίας και της αποφυγής αδειοδοτημένου λογισμικού, παρέχοντας εργαλεία δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας ή ανάκτησης κατεστραμμένων αρχείων.
Σύστημα Hyperconverged υποδομής.
Πού εφαρμόζεται η τεχνολογία Hyperconvergence;
Τα συστήματα HCI (Hyperconverged Infrastructure) επικεντρώθηκαν αρχικά στην εικονική υποδομή επιφάνειας εργασίας VDI (Virtual Desktop Infrastructure) και σε άλλα φορτία γενικού σκοπού με αρκετά προβλέψιμες απαιτήσεις πόρων. Με την πάροδο του χρόνου, από εξειδικευμένες λύσεις για το VDI έχουν αναπτυχθεί σε γενικά κλιμακούμενες πλατφόρμες για επιχειρηματικές εφαρμογές, βάσεις δεδομένων και ιδιωτικό cloud. Σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία Forrester, οι πιο συνηθισμένοι φόρτοι εργασίας (workloads) σε Hyperconverged συστήματα είναι: βάση δεδομένων όπως ο διακομιστής Oracle ή ο SQL (αναφέρεται κατά 50%), υπηρεσίες αρχείων και εκτύπωσης (40%) όπως ο Exchange ή το SharePoint (38%), εικονική επιφάνεια εργασίας (34%), εμπορικό πακέτο λογισμικού όπως SAP, Oracle (33%), analytics (25%) και Web-facing φορτία όπως LAMP stack ή web servers (17%). Μερικές βασικές αναπτύξεις κατέστησαν την Hyperconverged υποδομή πιο ελκυστική για περισσότερα workloads. Ένα από αυτά είναι η δυνατότητα ανεξάρτητης κλίμακας υπολογιστικής και αποθηκευτικής χωρητικότητας, μέσω ενός αναλυτικού μοντέλου. Ένα άλλο είναι η δυνατότητα δημιουργίας μιας Hyperconverged λύσης με χρήση NVMe, μια προδιαγραφή διεπαφής ανοικτής λογικής συσκευής για πρόσβαση σε non-volatile αποθηκευτικά μέσα που είναι προσαρτημένα μέσω ενός PCI Express bus. Γενικά, το HCI έχει μεγαλύτερη αξία ειδικά για τις μικρότερες επιχειρήσεις που μπορεί να μην χρειάζονται, ή θέλουν μια πλήρως κλιμακούμενη υποδομή κέντρου δεδομένων, αλλά επιθυμούν και να διατηρούν κάποιο έλεγχο στο περιβάλλον τους.
Εικονικοποίηση υπολογιστικών συστημάτων, αποθηκευτικός χώρος και εικονικοποιημένη δικτύωση.
Γιατί οι εταιρείες οδηγούνται στο Hyperconvergence;
Τα χαρακτηριστικά all-in-one του Hyperconverged κέντρου δεδομένων είναι ελκυστικά για τους επαγγελματίες πληροφορικής, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με το να συνδυάζουν τα εξαρτήματα αυτά μαζί τους ή μερικές φορές με τη δαπανηρή βοήθεια των πωλητών και των συμβούλων πληροφορικής. Το Hyperconvergence επιτρέπει επίσης στους διαχειριστές να διαχειρίζονται τα συστήματα. Αποτελεί μια καλή επιλογή για οργανισμούς που έχουν επενδύσει σε τεχνολογίες εικονικοποίησης (virtualization), αλλά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πολυπλοκότητα και το κόστος της προστασίας και της αποθήκευσης δεδομένων. Είναι επίσης μια εξαιρετικά ελκυστική τεχνολογία για τις επιχειρήσεις που θα προτιμούσαν να εστιάσουν περισσότερο στους πόρους του χρόνου, των χρημάτων και των εργαζομένων στις πτυχές της επιχείρησής τους και λιγότερο στη διατήρηση της υποδομής. Ωστόσο, μειονέκτημα αποτελεί ο κίνδυνος κλειδώματος με έναν προμηθευτή. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να συνδυάζονται κόμβοι από έναν Hyperconverged προμηθευτή με αντίστοιχους ενός άλλου, σε περίπτωση που ο τελευταίος προσφέρει μια καλύτερη συμφωνία ή παρέχει την ισορροπία πόρων υπολογιστών, αποθήκευσης και δικτύωσης που χρειάζονται σε νέους κόμβους για κάποια μελλοντική ημερομηνία. Παρά την τεχνική και οικονομική ακαμψία που συνδέεται με το Hyperconvergence, το συνολικό κόστος ιδιοκτησίας είναι συχνά χαμηλότερο από την εναλλακτική λύση. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ανάγκη για τη μεταφορά μιας ολόκληρης πληροφοριακής υποδομής στο cloud, που είναι μια δημοφιλής εναλλακτική λύση σήμερα. Εάν επιλεγεί μια Hyperconverged προσέγγιση, θα πρέπει απλά να προστεθούν ή να αφαιρεθούν κόμβοι, ώστε να αυξηθούν ή να μειωθούν οι πόροι. Εάν επιλεγεί η λύση του cloud, ίσως χρειαστεί η μεταφορά σε άλλη υπηρεσία cloud, σε περίπτωση που ο σημερινός πάροχος δεν υποστηρίζει τα σχέδια της επέκτασης, μια διαδικασία που από μόνη της είναι δαπανηρή και συχνά αρκετά περίπλοκη.
Πώς πωλείται μια Hyperconverged υποδομή;
Η Hyperconverged υποδομή είναι διαθέσιμη ως συσκευή, ως αρχιτεκτονική αναφοράς ή ως προϊόν που περιλαμβάνει μόνο λογισμικό. Διάφορες συνδυασμένες δυνατότητες όπως η αντιγραφή δεδομένων, η συμπίεση, η προστασία δεδομένων, τα στιγμιότυπα, η βελτιστοποίηση του WAN και η δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας / αποκατάσταση κατεστραμμένων αρχείων, διαφοροποιούν τις προσφορές των πωλητών. Το υλικό HCI έρχεται συνήθως με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης συσκευής, ενός πακέτου υλικού / λογισμικού που δημιουργήθηκε και παραδόθηκε από έναν μόνο προμηθευτή. Οι προμηθευτές συσκευών περιλαμβάνουν τα προϊόντα Dell EMC, Nutanix και HPE/SimpliVity. Όταν το HCI βασίζεται σε συσκευές έρχεται έτοιμο προς χρήση, προσφέροντας επίπεδα απόδοσης που είναι εγγυημένα από τους προμηθευτές, ενώ απαιτεί ελάχιστα ποσά εργασιών εγκατάστασης και διαμόρφωσης. Επειδή είναι κλειστά συστήματα, οι πωλητές έχουν καλύτερο έλεγχο του υλικού, γεγονός που διευκολύνει την αντιμετώπιση προβλημάτων και τη βελτιστοποίηση της απόδοσης. Από την άλλη πλευρά, μια προσφορά μόνο για λογισμικό επιτρέπει στους πελάτες να αναπτύξουν HCI με βάση το δικό τους τεχνολογικό επίπεδο. Οι προμηθευτές λογισμικού HCI περιλαμβάνουν τους Maxta και VMware (vSAN). Η λύση αυτή έχει πολλούς υποστηριχτές, οι οποίοι θεωρούν ότι μια Hyperconverged υποδομή που βασίζεται σε λογισμικό προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία. Τα προϊόντα HCI που βασίζονται σε λογισμικό μπορούν επίσης να διαμορφώνονται έτσι ώστε να ταιριάζουν με τις απαιτήσεις της CPU, της μνήμης και της αποθήκευσης που έχει ανάγκη ο πελάτης, χωρίς υπερβολικές προμήθειες. Αυτό δίνει στους πελάτες τη δυνατότητα εύκολης διεύρυνσης και εξέλιξης, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει τη διαχείριση του HCI με λογισμικό και να λειτουργεί με χαμηλότερο κόστος.
Η αγορά Hyperconvergence αναθερμαίνεται
Το Hyperconvergence κερδίζει την προτίμηση των επιχειρήσεων που αξιοποιούν τις δυνατότητές τους να διευκολύνουν τη διαχείριση, να εξομαλύνουν την ανάπτυξη νέων φόρτων εργασίας και να βελτιστοποιούν το κόστος των υποδομών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της διεθνούς αγοράς, το 20% των κρίσιμης σημασίας εφαρμογών για τις επιχειρήσεις που αναπτύσσονται επί του παρόντος σε τρεις υποδομές πληροφορικής, θα μεταβαίνουν σε Hyperconverged υποδομές έως το 2020.
Join the Conversation →