Ένα μείζονος σημασίας νομοθέτημα, που αφορά την ψηφιακή της στρατηγική, θέτει από σήμερα σε εφαρμογή η Ε.Ε. Πρόκειται για την Πράξη για τις ψηφιακές αγορές (DMA), έναν νέο κανονισμό που -εκτιμάται ότι – θα θέσει τέλος στις αθέμιτες πρακτικές των μεγάλων ψηφιακών κολοσσών, που ενεργούν ως ρυθμιστές της πρόσβασης στην οικονομία των online πλατφορμών.
Η Πράξη για τις ψηφιακές αγορές αφορά τις εταιρείες που πληρούν τα κριτήρια του “ρυθμιστή της πρόσβασης”: ήτοι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες, που αποτελούν σημαντική πύλη μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών, η θέση των οποίων τους παρέχει δυνητικά την εξουσία να ενεργούν ως ιδιωτικοί θεσπιστές κανόνων και να προκαλούν σημεία συμφόρησης στην ψηφιακή οικονομία.
Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, η πράξη για τις ψηφιακές αγορές θα καθορίσει μια σειρά υποχρεώσεων που οι ρυθμιστές της πρόσβασης θα πρέπει να τηρούν, απαγορεύοντας τους, μεταξύ άλλων, να επιδίδονται σε ορισμένες συμπεριφορές.
Ποιοι είναι ρυθμιστές πρόσβασης
Οι εταιρείες, που διαχειρίζονται μία ή περισσότερες “βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας”, όπως μηχανές αναζήτησης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταστήματα εφαρμογών, ορισμένες υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων, θεωρούνται ως ρυθμιστές της πρόσβασης, εφόσον πληρούν τις κάποιες απαιτήσεις.
Υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια, που εντάσσουν μια εταιρεία στο πεδίο εφαρμογής της πράξης για τις ψηφιακές αγορές. Το πρώτο σχετίζεται με το μέγεθος της πλατφόρμας, που έχει αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά.
Ο νόμος αναφέρεται σε εταιρείες με ετήσιο κύκλο εργασιών €7,5 δισ. ή και μεγαλύτερο τα τρία τελευταία οικονομικά έτη ή σε επιχειρήσεις με μέση κεφαλαιοποίηση ή ισοδύναμη πραγματική αγοραία αξία που ανέρχεται σε τουλάχιστον €75 δισ. ευρώ το τελευταίο οικονομικό έτος. Και στις δυο περιπτώσεις για να θεωρηθεί μια εταιρεία ως ρυθμιστής πρόσβασης και άρα να εμπίπτει στις διατάσεις της Πράξης για τις Ψηφιακές Αγορές, θα πρέπει να παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε τουλάχιστον τρία κράτη-μέλη.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι μια εταιρεία να παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε περισσότερους από 45 εκατ. μηνιαίους ενεργούς τελικούς χρήστες στην Ε.Ε. και σε περισσότερους από 10.000 ετήσιους ενεργούς επιχειρηματικούς χρήστες στην Ε.Ε.
Υποχρεώσεις
Με την έναρξη ισχύος της, η πράξη για τις ψηφιακές αγορές θα εισέλθει στην κρίσιμη φάση υλοποίησης της και θα αρχίσει να εφαρμόζεται σε έξι μήνες, από τις 2 Μαΐου 2023. Αμέσως μετά, σε περίπτωση που πληρούν τα όρια που καθορίζονται από την πράξη για τις ψηφιακές αγορές, οι δυνητικοί ρυθμιστές της πρόσβασης θα υποχρεωθούν να κοινοποιήσουν τις βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας τους στην Επιτροπή εντός δύο μηνών και έως τις 3 Ιουλίου 2023 το αργότερο.
Μόλις η Επιτροπή λάβει την πλήρη κοινοποίηση, θα έχει στη διάθεσή της 45 εργάσιμες ημέρες για να αξιολογήσει κατά πόσον η εν λόγω επιχείρηση πληροί τα όρια και να την ορίσει ως ρυθμιστή της πρόσβασης (για την τελευταία πιθανή υποβολή, η ανωτέρω προθεσμία θα λήγει στις 6 Σεπτεμβρίου 2023). Μετά τον ορισμό τους, οι ρυθμιστές της πρόσβασης θα έχουν στη διάθεσή τους έξι μήνες για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της πράξης για τις ψηφιακές αγορές, το αργότερο έως τις 6 Μαρτίου 2024.
Τι να αποφεύγεται
Η πράξη για τις ψηφιακές αγορές καταρτίζει κατάλογο με τις πρακτικές, που θα πρέπει να εφαρμόζουν ή να αποφεύγουν οι ρυθμιστές της πρόσβασης. Υπάρχουν διάφορες πρακτικές των ρυθμιστών της πρόσβασης που συνιστούν δυνητικό φραγμό για τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της καινοτομίας, τον υποβιβασμό της ποιότητας και την αύξηση των τιμών.
Στις πρακτικές αυτές συγκαταλέγονται η ευνοϊκή μεταχείριση των δικών τους υπηρεσιών ή η παρεμπόδιση των επιχειρηματικών χρηστών των υπηρεσιών τους να προσεγγίσουν τους καταναλωτές.
Όταν οι ρυθμιστές της πρόσβασης ασκούν αθέμιτες πρακτικές, όπως η επιβολή αθέμιτων όρων πρόσβασης στο κατάστημα εφαρμογών τους ή η παρεμπόδιση της εγκατάστασης εφαρμογών από άλλες πηγές, οι καταναλωτές είναι πιθανό να πληρώνουν περισσότερα ή να στερούνται ουσιαστικά τα οφέλη, που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από εναλλακτικές υπηρεσίες.
Πρόστιμα
Η πράξη για τις ψηφιακές αγορές θα επιβληθεί μέσω μιας ισχυρής εποπτικής αρχιτεκτονικής, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή θα αποτελεί τον μοναδικό φορέα επιβολής των κανόνων, σε στενή συνεργασία με τις αρχές των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Η Επιτροπή θα είναι σε θέση να επιβάλλει κυρώσεις και πρόστιμα ύψους έως 10% επί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης και έως 20% σε περίπτωση επανειλημμένων παραβάσεων.
Σε περίπτωση συστηματικών παραβάσεων, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να επιβάλλει τα μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα – στα οποία θα συμπεριλαμβάνεται και η απαγόρευση περαιτέρω εξαγορών – που θα κριθούν αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των υποχρεώσεων.
Πηγή: http://www.sepe.gr/
Join the Conversation →