Ο Δήμος της Νέας Υόρκης μήνυσε την Τετάρτη τις εταιρείες πίσω από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης SnapChat, το Instagram, το YouTube και το TikTok, κατηγορώντας τις ότι υποδαύλισαν μια «εθνική κρίση πνευματικής υγείας των νέων» εκθέτοντας τα παιδιά «σε μια συνεχή ροή επιβλαβούς περιεχομένου».
Η μήνυση, που κατατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια, αναφέρει ότι οι εταιρείες σχεδίασαν τις πλατφόρμες τους συνειδητά έτσι ώστε να χειραγωγούν σκόπιμα και να εθίζουν παιδιά και εφήβους σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης. Η μήνυση επεσήμανε τη χρήση αλγορίθμων για τη δημιουργία ροών που κρατούν τους χρήστες στις πλατφόρμες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ωθούν τους νεαρούς χρήστες σε μια διαδικασία καταναγκαστικής χρήσης.
«Οι νέοι είναι πλέον εθισμένοι μαζικά στις πλατφόρμες των κατηγορουμένων με αποτέλεσμα ουσιαστική παρέμβαση στις λειτουργίες των σχολικών περιφερειών και επιβολή μεγάλου βάρους στις πόλεις, τις σχολικές περιφέρειες και τα δημόσια νοσοκομεία που παρέχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας στους νέους. Αν και παρουσιάζονται ως ‘κοινωνικές’ οι πλατφόρμες των κατηγορουμένων έχουν προωθήσει με πολλούς τρόπους την αποσύνδεση, την αποσύνδεση και μια λεγεώνα ψυχικών και σωματικών βλαβών που προκύπτουν» αναφέρεται στη μήνυση που κατηγορεί τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης ότι χειραγωγούν τους χρήστες κάνοντας τους να νιώθουν υποχρεωμένοι να ανταποκριθούν σε ενέργεια (κατά βάση θετική) με μια άλλη ανάλογη ενέργεια.
Το SnapChat απευθύνθηκε στη μήνυση μέσω μιας δήλωσης, αρνούμενος τους ισχυρισμούς.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι κατηγορούμενες εταιρείες εξέδωσαν ανακοινώσεις που αντικρούουν τα όσα αναφέρονται στη μήνυση καταθέτοντας η κάθε μια εξ αυτών τα δικά της επιχειρήματα για το πώς είναι σχεδιασμένη, πώς λειτουργεί και τι πολιτικές και δικλείδες ασφαλείας έχουν στις πλατφόρμες τους. Να σημειωθεί ότι πλήθος ερευνών τα τελευταία χρόνια έχουν συνδέσει τα social media με ζητήματα εθισμού και εμφάνισης πνευματικών, ψυχικών ακόμη και οργανικών παρενεργειών στους ανήλικους χρήστες.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/
(Κώστας Παπαζαχαρίου, αναδημοσίευση 16/2/2024)
Join the Conversation →