Σε μία νέα, πενταετή μελέτη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ δεν βρέθηκε συσχετισμός μεταξύ της ηλικίας που τα παιδιά ξεκίνησαν να ασχολούνται με τα κινητά τηλέφωνα και της ευημερίας τους, όπως αυτή αξιολογείται με τους βαθμούς στο σχολείο, τις συνήθειες ύπνου ή και τα συμπτώματα κατάθλιψης.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διμηνιαίο περιοδικό Child Development, είναι ασυνήθιστη επειδή οι ερευνητές παρακολούθησαν περισσότερα από 250 παιδιά για πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια της οποίας, τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά, απέκτησαν τα πρώτα τους κινητά τηλέφωνα. Αντί να συγκρίνουν τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν κάποιο κινητό τηλέφωνο με εκείνα που δεν είχαν στην κατοχή τους τηλέφωνο σε μία δεδομένη στιγμή της ζωής τους, οι επιστήμονες παρακολούθησαν την ευημερία των συμμετεχόντων καθώς μετέβαιναν στην ιδιοκτησία ενός τηλεφώνου.
«Διαπιστώσαμε ότι, ανεξάρτητα από το αν τα παιδιά είχαν ή όχι κινητό τηλέφωνο και όταν απόκτησαν το πρώτο τους κινητό τηλέφωνο, δεν φαίνεται να έχει ουσιαστικούς δεσμούς με τα αποτελέσματα (της έρευνας) όσον αφορά την ευημερία και την προσαρμογή τους» δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας και διδάκτωρ Xiaoran Sun, ο οποίος ήταν μεταδιδακτορικός υπότροφος στις σχολές Stanford Medicine και Stanford Data Science όταν διεξήχθη η μελέτη. Για τους γονείς που αναρωτιούνται πότε να πάρουν στο παιδί τους τηλέφωνο, είπε: «Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος χρυσός κανόνας για να περιμένουν μέχρι να τελειώσουν το δημοτικό ή μία συγκεκριμένη ηλικία». Ο Xiaoran Sun είναι πλέον επίκουρος καθηγητής οικογενειακών και κοινωνικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Οι ανώτεροι συγγραφείς της μελέτης είναι οι Thomas Robinson και Irving Schulman, Καθηγητές Παιδικής Υγείας και Παιδιατρικής και Ιατρικής αντίστοιχα.
Η ερευνητική ομάδα παρακολούθησε μια ομάδα παιδιών Λατίνων οικογενειών με χαμηλό εισόδημα στη Βόρεια Καλιφόρνια ως μέρος ενός μεγαλύτερου πρότζεκτ που είχε ως στόχο την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Υπήρχαν ελάχιστες έρευνες που είχαν επικεντρωθεί στην απόκτηση τεχνολογίας σε πληθυσμούς μη λευκών ή χαμηλού εισοδήματος, είπαν οι ερευνητές.
Η μέση ηλικία στην οποία τα παιδιά έλαβαν τα πρώτα τους τηλέφωνα ήταν 11,6 ετών, με την απόκτηση του πρώτου τηλεφώνου να αυξάνεται απότομα μεταξύ 10,7 και 12,5 ετών, περίοδος κατά την οποία τα μισά παιδιά απέκτησαν τα πρώτα τους τηλέφωνα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματα μπορεί να υποδηλώνουν ότι κάθε οικογένεια έλαβε την απόφαση να παράσχει το κινητό τηλέφωνο σε ένα χρονικό διάστημα που πίστευε ότι ήταν το καλύτερο για το παιδί της. «Μια πιθανή εξήγηση για αυτά τα αποτελέσματα είναι ότι οι γονείς κάνουν καλή δουλειά στο να λαμβάνουν αποφάσεις να δώσουν στα παιδιά τους τηλέφωνα καθώς το κάνουν σε συνάρτηση με τις ανάγκες του παιδιού και της οικογένειας τους», είπε ο Δρ. Thomas Robinson. «Τα αποτελέσματα δείχνουν γονείς να κάνουν αυτό που πιστεύουν ότι είναι σωστό για την οικογένεια τους».
Η πρόωρη απόκτηση τηλεφώνου δεν συνδέθηκε με προβλήματα, σημείωσε, αλλά ούτε και η καθυστερημένη απόκτηση τηλεφώνου. «Αν οι γονείς θέλουν να καθυστερήσουν (να δώσουν το κινητό τηλέφωνο), δεν βλέπουμε αρνητικές επιπτώσεις ούτε από αυτό» είπε ο Δρ. Thomas Robinson.
Στη μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, τα παιδιά ήταν ηλικίας 7 έως 11 ετών όταν ξεκίνησε η μελέτη και 11 έως 15 στο τέλος της έρευνας. Κάθε παιδί και ένας από τους γονείς του συμμετείχαν σε αξιολογήσεις κατά την έναρξη και κάθε χρόνια τα επόμενα χρόνια, με τις αξιολογήσεις να φτάνουν στις πέντε στο τέλος της μελέτης ανά συμμετέχοντα. Σε κάθε αξιολόγηση, οι γονείς ρωτήθηκαν αν το παιδί τους είχε κινητό τηλέφωνο και αν ήταν smartphone. Το ενδιάμεσο χρονικό σημείο μεταξύ της τελευταίας επίσκεψης κατά την οποία το παιδί δεν είχε τηλέφωνο και της πρώτης επίσκεψης κατά την οποία ήταν κάτοχος τηλεφώνου υπολογίστηκε ως η ηλικία απόκτησης. Σε κάθε επίσκεψη, τα παιδιά συμπλήρωναν ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Οι γονείς ανέφεραν τους πιο πρόσφατους σχολικούς βαθμούς του παιδιού και την τυπική ώρα ύπνου και αφύπνισης του παιδιού. Επίσης απάντησαν και σε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την υπνηλία του παιδιού τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μετά από κάθε επίσκεψη, τα παιδιά φορούσαν επιταχυνσιόμετρα στο δεξί ισχίο τους για μια εβδομάδα και τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν ως αντικειμενική μέτρηση της έναρξης του ύπνου και της διάρκειας ύπνου. Στη μελέτη επίσης συμπεριελήφθησαν δεδομένα όπως η ηλικία του παιδιού στην αρχή της μελέτης, το φύλο και η σειρά γέννησης του παιδιού, η χώρα γέννησης του παιδιού και των γονέων, η οικογενειακή κατάσταση και το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων, το οικογενειακό εισόδημα, η συχνότητα που μιλούσαν Αγγλικά στο σπίτι και την πρόοδο του παιδιού στην εφηβεία.
Το συνολικό μοτίβο των αποτελεσμάτων δείχνει ότι, γενικά, η ιδιοκτησία της τεχνολογίας δεν βρέθηκε να συνδέεται με θετικό ή αρνητικό τρόπο με την ευημερία των παιδιών. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι μπορεί να είναι πιο σημαντικό να μελετήσουμε τι κάνουν τα παιδιά με την τεχνολογία παρά με το απλώς αν έχουν τηλέφωνο. «Μπορεί να υπάρχουν διαφορές από άτομο σε άτομο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορείτε να αφαιρέσετε το τηλέφωνο του παιδιού σας αν πιστεύετε ότι η χρήση του παίρνει πολύ χρόνο από τον ύπνο» δήλωσε ο Xiaoran Sun.
Οι επιστήμονες επισήμαναν ότι τα παιδιά δεν είχαν εντελώς ανεμπόδιστη πρόσβαση στα τηλέφωνα, καθώς οι γονείς τους έπαιρναν αποφάσεις σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας. «Στο επίπεδο που μπορούμε να μετρήσουμε, το χρονικό σημείο (της απόκτησης ενός τηλεφώνου) δεν φαίνεται να αποτελεί βασικό παράγοντα επειδή συμβαίνει στο ευρύτερο πλαίσιο της ανατροφής των παιδιών» είπε ο Δρ. Thomas Robinson. «Δεν είναι επιχείρημα για τα παιδιά να λένε στους γονείς τους: «Βλέπετε, δεν υπάρχουν επιπτώσεις από τα κινητά». Οι γονείς είναι εκείνοι που πρέπει να χρησιμοποιούν κατά το καλύτερο δυνατό τη κρίση τους σχετικά με το τι είναι σωστό για το παιδί τους, και αυτό φαίνεται να κάνουν στην πραγματικότητα.
Πηγή: https://www.insomnia.gr/
(Κώστας Παπαζαχαρίου, αναδημοσίευση 19/12/2022)
Join the Conversation →