Η Intel, ήταν μια από τις δύο πρώτες εταιρείες τεχνολογίας μαζί με τη Microsoft, που εισήλθε στον Dow Jones, το 1999. Και τώρα, 25 χρόνια μετά, δεν αποκλείεται δει την πόρτα της εξόδου.
Τα εξαμηνιαία αποτελέσματα του αμερικανικού κολοσσού της τεχνολογίας ήταν πολύ κατώτερα των προσδοκιών. Η Intel κατέγραψε ζημιές δισεκατομμυρίων δολαρίων και ως εκ τούτου ανακοίνωσε στις αρχές Αυγούστου ότι θα μειώσει γρήγορα το κόστος με δραστικά μέτρα. Περίπου 15.000 θέσεις εργασίας-το 15% του συνόλου- θα χαθούν, καθώς η αμερικανική εταιρεία θέλει να εξοικονομήσει περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια το επόμενο έτος.
Μέχρι πρόσφατα, η Intel ήθελε μάλιστα να κατασκευάσει ένα μεγάλο εργοστάσιο ημιαγωγών στο Μαγδεμβούργο, στην ανατολική Γερμανία. Η κυβέρνηση του καγκελάριου Ολαφ Σολτς είχε δεσμευτεί να χρηματοδοτήσει το εργοστάσιο με περίπου δέκα δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά τώρα, η επένδυση αυτή συνολικού ύψους 33 δισ., είναι στον αέρα.
«Το σχεδιαζόμενο εργοστάσιο ημιαγωγών της Intel στο Μαγδεμβούργο θα μπορούσε να πέσει θύμα του πακέτου περικοπών της προβληματικής αμερικανικής εταιρείας», γράφει η Handelsblatt. Ηδη, το αφεντικό της εταιρείας, Πατ Γκέλσινγκερ πρόκειται να παρουσιάσει συγκεκριμένα σχέδια αναδιάρθρωσης στο διοικητικό συμβούλιο της Intel τις επόμενες ημέρες και οι Γερμανοί φοβούνται βάσιμα ότι θα θέσει σε αναστολή τα σχέδια κατασκευής νέων εργοστασίων στην Ευρώπη, ανάμεσά τους και στο Μαγδεμβούργο», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
«Φρένο έκτακτης ανάγκης»
Η Intel φαίνεται να έχει χάσει την κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης (AI). Η Intel κάποτε κυριαρχούσε στη βιομηχανία των chips, αλλά στη συνέχεια έμεινε πίσω. Η εταιρεία, που εδρεύει στη Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια, δεν διαθέτει ανταγωνιστικούς ημιαγωγούς υψηλής απόδοσης για τις εφαρμογές των smartphones.Τα μικροτσιπ των smartphones δεν προέρχονται από την Intel, αλλά από ανταγωνιστές όπως η Qualcomm ή η Ταϊβανέζικη ΤSMC.
Η Intel πρόκειται λοιπόν να τραβήξει πραγματικά το φρένο έκτακτης ανάγκης. Όπως αναφέρει η Handelsblatt, επικαλούμενη κύκλους της γερμανικής κυβέρνησης και της Κομισιόν, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς αλλά και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μίλησαν με τον Γκέλσινγκερ τις τελευταίες ημέρες και ρώτησαν εάν η Intel σχεδιάζει ακόμα να δαπανήσει 33 δισεκατομμύρια ευρώ στο εργοστάσιο του Μαγδεμβούργου. επενδύω. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας απέφυγε να απαντήσει συγκεκριμένα και επεσήμανε ότι θα ληφθεί απόφαση στη συνεδρίαση του ΔΣ τον Σεπτέμβριο, αν θα επηρεαστεί η επένδυση στο Μαγδεμβούργο. «Είμαι αισιόδοξος, αλλά αυτό δεν φαίνεται να πηγαίνει καλά», δήλωσε κυβερνητικό στέλεχος στην εφημερίδα. Ο αμερικανικός κολοσσός απέφυγε να ανοίξει τα χαρτιά του και για τα υπόλοιπα επενδυτικά έργα στη Γαλλία και την Ιταλία.
Ακριβή ενέργεια
Ο αμερικανικός γίγαντας των ημιαγωγών είχε υποσχεθεί να δημιουργήσει περίπου 3.000 νέες θέσεις εργασίας στο Μαγδεμβούργο. Οι πρώτοι εργαζόμενοι προσλήφθηκαν μάλιστα πέρυσι. Στη συνέχεια ήρθε το σοκ το καλοκαίρι, όταν έγινε γνωστό ότι η Intel είχε μπει πιο βαθιά στην κρίση από ό,τι αναμενόταν.
Η λειτουργία ενός εργοστασίου ημιαγωγών στη Γερμανία θεωρείται πάντως ακριβή λόγω του υψηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Τα εργοστάσια ημιαγωγών απαιτούν πολλή ηλεκτρική ενέργεια για να λειτουργήσουν, η οποία είναι συγκριτικά πολύ ακριβή στη Γερμανία, αφού χάθηκε το «τρένο» του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Η κυβέρνηση Σολτς φοβάται ότι ενδεχόμενος «αποχαιρετισμός» της Intel θα βαθύνει την κρίση, που μαστίζει τη γερμανική οικονομία που αρχίζει να φοβάται σενάρια ύφεσης.
Τις τελευταίες ημέρες η Volkswagen ανακοίνωσε πώς σχεδιάζει να κλείσει δύο εργοστάσιά της στη Γερμανία , για πρώτη φορά μετά από 87 χρόνια, καθώς η αυτοκινητοβιομηχανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον κινεζικό ανταγωνισμό και οι εξαγωγές περιορίζονται.
Βλέποντας να καταρρέει η πιθανή συνεργασίας με τον αμερικανικό γίγαντα των ημιαγωγών, η Γερμανία κινδυνεύει να βρεθεί «γυμνή» στη διαδικασία αποσύνδεσης από την Κίνα στον τεχνολογικό τομέα.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/
(Κώστας Παπαζαχαρίου, αναδημοσίευση 13/9/2024)
Join the Conversation →